σπηλαιολογικός

σπηλαιολογικός
-ή, -ό
αυτός που αναφέρεται στη σπηλαιολογία: Ασχολείται με σπηλαιολογικές έρευνες.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • σπηλαιολογικός — ή, ό, Ν [σπηλαιολογία] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σπηλαιολογία ή στον σπηλαιολόγο 2. φρ. «Ελληνική Σπηλαιολογική Εταιρεία» επίσημος σύλλογος που έχει ως σκοπό την επιστημονική έρευνα τών σπηλαίων σε συνδυασμό με τη σωματική άσκηση, την… …   Dictionary of Greek

  • σπεολογικός — ή, ό, Ν [σπεολόγος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σπεολογια και στον σπεολόγο, αλλ. σπηλαιολογικός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”